Έχουν περάσει περισσότερα από 70 χρόνια από τότε που ο Ν. Καζαντζάκης, αυτός ο παγκόσμιος έλληνας, έγραψε το «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ» και πάνω από 50 χρόνια που ο Μιχάλης Κακογιάννης τον έκανε ταινία (Ο ΖΟΡΜΠΑΣ), παραμένοντας όλα αυτά τα χρόνια το πλέον αναγνωρίσιμο πολιτιστικό προϊόν της νεότερης Ελλάδος, με κυρίαρχο στοιχείο τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και την ερμηνεία του πρωταγωνιστή της ταινίας Anthony Quinn, με χαρακτηριστικό σημείο το χορό του Ζορμπά.
Πόσοι όμως ξέρουνε ότι ο Γιώργης Ζορμπάς, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, δεν είναι ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο, αλλά ένας Μακεδόνας μεταλλωρύχος επαγγελματίας μιναδόρος, που τα βήματά του τον έφεραν στα πέρατα της γης, από τη Μάνη μέχρι τη Ρωσία και από τα Μαντεμοχώρια μέχρι τη Σερβία και τα Σκόπια.
Ο Γιώργης Ζορμπάς δεν πάτησε όμως ποτέ το πόδι του στην Κρήτη και αυτό σχετικά με την αναφορά του Καζαντζάκη, όπου τα γεγονότα διαδραματίζονται σε κάποιο χωριό της Κρήτης.
Όλα τα αναφερόμενα στο «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ» είναι πραγματικά γεγονότα, που συνέβησαν μεταξύ Αυγούστου 1916 – Σεπτεμβρίου 1917 στη Στούπα του ∆ήμου Καρδαμύλης ∆. Μάνης, όπου ο συγγραφέας με αρχικουμανταδόρο τον Γιώργη Ζορμπά προσπάθησε ανεπιτυχώς να λειτουργήσει και να εκμεταλλευτεί επικερδώς το Μεταλλείο Λιγνίτη, στη θέση Πραστοβά.
Η γνωριμία του Γιώργη Ζορμπά με τον Νικ. Καζαντζάκη, ανάγεται στο 1915 όπου συναντιούνται στο δρόμο για το Άγιο Όρος, ο Καζαντζάκης παρέμεινε επί 40 ημέρες εκεί μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, ενώ την ίδια περίοδο ο Ζορμπάς εργάζεται σαν αρχιεργοδηγός στο Μεταλλείο του Μαντέμ Λάκκο στο Στρατώνι.
Αλλά ποιός πραγματικά ήταν αυτός ο αγράμματος άνθρωπος, ο Αλέξης Ζορμπάς, που επηρέασε τόσο πολύ τη σκέψη του Καζαντζάκη και πόσο σημαντικός άνθρωπος ήταν για τον συγγραφέα; Στον πρόλογο του έργου Βίος και Πολιτεία, αναφέρει ο συγγραφέας:
«Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα. Από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ’αχνάρια τους στη ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρεις-τέσσερις: Τον Όμηρο, τον Μπέρξονα, τον Νίτσε και τον Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι σαν τον δίσκο του ήλιου, που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη ταπάντα, ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα, ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια κι ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβάμαι το θάνατο.
Αν ήταν στον κόσμο όλο σήμερα να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό, “γκουρού”, όπως λένε οι Ιντοί, “Γέροντα” όπως λένε οι καλόγεροι στο Αγιονόρος, σίγουρα θα διάλεγα τον Ζορμπά».Ο Γιώργης Ζορμπάς λοιπόν, γηγενής Μακεδόνας, γεννήθηκε στο Κολινδρό Πιερίας, αλλά πολύ σύντομα λόγω προστριβών του πατέρα του με τους Τούρκους κατακτητές, μετοίκησε στην άλλη πλευρά του Ολύμπου, κοντά στο σημερινό Βελβεντό. Ο μικρός Ζορμπάς φροντίζει τα αιγοπρόβατα του πατέρα του, ακόμα και όταν αυτός εγκαταλείπει την οικογένεια και γίνεται καλόγερος στο Άγιο Όρος. Στην προσπάθειά του να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του και να τον ξαναβρεί και μετά από πολλών ημερών πορεία, συναντάει τα Μαντεμοχώρια και τα Μεταλλεία, που τα εκμεταλλεύεται μια Γαλλική εταιρεία με εξαγωγή μεταλλεύματος σιδηροπυρίτη, αργύρου, μολύβδου και ψευδαργύρου.
Εκεί τον προσλαμβάνει ο αρχιεργοδηγός και μετέπειτα πεθερός του, Γιάννης Καλκούνης, ο οποίος τον εκπαιδεύει στην εργασία του μιναδόρου, του ξυλοδέτη κ.λπ. Ο Γιάννης Καλκούνης όμως έχει και μια όμορφη κόρη την Ελένη, ο Ζορμπάς την ερωτεύεται παράφορα και την αφήνει έγκυο, παρά τα αυστηρά ήθη της εποχής. Για να μπορέσει δε να αμβλύνει κάπως την κατάσταση την παντρεύεται κρυφά και εγκαθίσταται στο Παλαιοχώρι Χαλκιδικής.
Αλλά πλέον η εργασία στο Μαντέμ Λάκκο είναι απαγορευμένη γι’ αυτόν. Στο μεταξύ, η Ελένη γέννησε δίδυμα. Ο δε πεθερός του σκοτώθηκε σε ατύχημα με εκρηκτικά μέσα στο Μεταλλείο, όταν δεν πρόλαβε ή δεν ήθελε να βγει έγκαιρα μέσα από τη στοά. Έτσι ο Ζορμπάς ξαναγυρίζει στο Μαντέμ Λάκκο και αναλαμβάνει τη θέση του πεθερού του. Η γυναίκα του μένει ξανά έγκυος, πολύ σύντομα όμως προσβάλλεται από γυναικολογική λοίμωξη και πεθαίνει. Ο πόνος του Ζορμπά είναι ανείπωτος.
Ας επανέλθουμε όμως εκεί, όπου διαδραματίζεται το έργο «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», στη ∆υτική Μάνη. ∆εν είναι μόνο οι αναφορές που κάνει ο Καζαντζάκης για τον χαρακτήρα, τις ικανότητες, τις φιλοσοφικές θεωρήσεις του Ζορμπά στις ατελείωτες ώρες συζητήσεων που είχε μαζί του, αλλά το εντυπωσιακό είναι ότι ο αγράμματος Ζορμπάς συνομιλεί για υπαρξιακά φιλοσοφικά θέματα με τον Άγγελο και την Εύα Σικελιανού και την Μαρίκα Κοτοπούλη, που ήταν τακτικοί επισκέπτες του Καζαντζάκη. Μάλιστα λέγεται ότι ο Ζορμπάς είχε κατασκευάσει από κορμούς δέντρων, που χρησιμοποιούσε για την ξυλοδεσία, ένα ανάκλιντρο-κρεβατίνα και το είχε τοποθετήσει στα αβαθή της αμμουδιάς στη θέση της Καλογριάς, για να ξεκουράζεται και να απολαμβάνει το τοπίο ο Άγγελος Σικελιανός.
Ο υπογράφων στα πλαίσια ιστορικής έρευνας το 1976 για το πέρασμα του Καζαντζάκη από τη Μάνη, είχε τη τύχη να συναντήσει δύο εναπομείναντες στη ζωή από τους εργάτες του Λιγνιτωρυχείου, συνεργάτες του Ζορμπά, καθώς και τον βαφτισιμιό του Γιώργη Εξαρχουλέα γιο του κουμπάρου και σπιτονοικοκύρη του. Αυτοί οι άνθρωποι περιέγραψαν τον Ζορμπά ως άριστο γνώ-
στη της Μεταλλευτικής, εξαιρετικό χειριστή του δυναμίτη, αλλά συνάμα ένα τυχοδιώκτη που δεν είχε όρια, έναν άνθρωπο των απολαύσεων, γλεντοκόπο και γυναικά, όπως χαρακτηριστικά τον περιγράφει ο Καζαντζάκης «εξαίσιο φαγά, πιοτή, δουλευταρά και αλήτη». Μπορούσε να εργάζεται ασταμάτητα χωρίς ύπνο επί ημέρες, αλλά και επί μέρες ξεχνιόταν με τις “κυρίες” της Καλαμάτας. Αυτός όμως ο γερο-αλήτης μιλούσε στους χωρικούς εργάτες του για τη ματαιότητα, το θάνατο, το Θεό και τον Σατανά και έλεγε“σκεφτείτε το θάνατο και τη ματαιότητα, για να γλιτώσετε από τους διαβόλους”.Η εκμετάλλευση του Λιγνιτωρυχείου στην Μάνη δεν ευδοκίμησε και ο Καζαντζάκης στο έργο του Αναφορά στον Γκρέκο λέει: «Ο Ζορμπάς και εγώ κάμαμε ό τι μπορούσαμε, για να φτάσουμε γελώντας, παίζοντας, κουβεντιάζοντας στην καταστροφή». Ο Καζαντζάκης μετά από αυτό φεύγει και εγκαθίσταται, στην Ελβετία. Ο δε Ζορμπάς επιστρέφει στα γνώριμα μέρη της Χαλκιδικής. Η επικοινωνία του ωστόσο με τον Καζαντζάκη διατηρείται και μάλιστα, όταν το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναθέτει στον Καζαντζάκη να μεταβεί στο Καύκασο, για να επαναπατρίσει περίπου 100.000 Έλληνες, οι οποίοι κινδύνευαν να εξοντωθούν, λόγω της επικράτησης της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Ζορμπάς τον ακολουθεί και συμβάλλει αποφασιστικά στην επιστροφή των ομογενών.
Στο μεταξύ, ο Ζορμπάς που έχει ξαναπαντρευτεί και αφήνει την οικογένεια του στην Ελλάδα φεύγει, αναζητώντας εργασία στα Βαλκάνια, όπου και γίνεται συνιδιοκτήτης Μεταλλείου στο Leskovac κοντά στη Niš της Σερβίας. Εκεί ξαναπαντρεύεται με μια όμορφη Σέρβα και είναι πλέον δίγαμος. Προσκαλεί τον Καζαντζάκη πολλές φορές ο οποίος όμως λέει «Ο Ζορμπάς μου γράφει να πάω αμέσως στη Σερβία, όπου έχει ετοιμάσει σπίτι κ.λπ. και δεν θα χωρίσουμε πια. Φαίνεται πως
οι δουλειές του παν καλά ή πως είναι άρρωστο το μυαλό του. Μάλλον το πρώτο. Του ’γραψα. Να δούμε (1923). Ο Ζορμπάς δεν απάντησε. Φαίνεται, ως λες, πως αλητεύει κι έτσι διαλύεται το όνειρο του Σέρβικου βουνού (1923)’«Ο Ζορμπάς δεν απαντά – σημείο πως αλητεύει (τέλος 1923)».
Ο Καζαντζάκης από το 1930 διαμένει στην Αίγινα, στο σπίτι του κουμπάρου του ΓιάννηΑγγελάκη, πατέρα της μεγάλης Ελληνίδας ποιήτριας Κατερίνας Ρουκ-Αγγελάκη. Τα σύννεφα του πολέμου είναι πλέον κοντά, αλλά ο Ζορμπάς που έχει ήδη μετακινηθεί στο Μεταλλείο Kriva Palanka στα Σκόπια γράφει στον Καζαντζάκη κα όπως ο ίδιος λέει στην Αναφορά, στον Γκρέκο «Ο Ζορμπάς του έστειλε τηλεγράφημα και του έλεγε: “Εύρον πράσινην πέτραν ωραιοτάτην ελθέ αμέσως. Ζορμπάς”.
Μέσα σε τέτοιες φαρμακερές μέρες έλαβα το τηλεγράφημα του Ζορμπά.
Στην αρχή θύμωσα, ο κόσμος χάνεται, κιντυνεύει η ζωή κι η τιμή κη η ψυχή του ανθρώπου, κι ορίστε τώρα ένα τηλεγράφημα να κινήσεις, να κάμεις χίλια μίλια, για να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα! Ανάθεμα είπα στην ομορφιά, γιατί είναι άκαρδη και δεν νοιάζεται, για τον πόνο του ανθρώπου. Μα ξαφνικά τρόμαξα, ο θυμός είχε κιόλας ξεθυμάνει κι ένοιωθα με φρίκη πως η απάνθρωπη κραυγή του Ζορμπά αποκρίνονταν σε άλλη απάνθρωπη μέσα μου κραυγή. Ένα άγριο όρνιο μέσα μου τίναξε τα φτερά του να φύγει.
Όμως δεν έφυγα δεν τόλμησα πάλι, δεν κίνησα να πάω, δεν ακολούθησα τη θεϊκιά θηριώδη μέσα μου κραυγή, δεν έκαμα μια γενναία παράλογη πράξη. Ακολούθησα την κρύα ανθρώπινη φωνή του λογικού, πήρα την πένα κι έγραψα του Ζορμπά και του εξηγούσα… Κι αυτός μου αποκρίθηκε “Είσαι, και να με συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες κι εσύ, κακομοίρη, μιαφορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες. Μα το Θεό, κάθουμαι κάποτε, όταν δεν έχω δουλειά, και λέω με το νου μου:
Υπάρχει, δεν υπάρχει Κόλαση; Μα χτες πού έλαβα το γράμμα σου, είπα: Σίγουρα πρέπει να υπάρχει Κόλαση για μερικούς καλαμαράδες”».
Σχετικά με τη σκηνή, όπου ο Ζορμπάς χορεύει το πασίγνωστο συρτάκι, ο Καζαντζάκης το περιγράφει ως μια ανταρσία, να τι λέει «… Ο χορός αυτός του Ζορμπά ήταν όλο πρόκληση, πείσμα κι ανταρσία. Θαρρείς και φώναζε : “Τι μπορείς να μου κάνεις Παντοδύναμε;
Τίποτα δεν μπορείς να μου κάμεις, να με σκοτώσεις μονάχα. Σκότωσέ με, καρφί δεν μου καίγεται, έβγαλα το άχτι μου, είπα ότι ήθελα να πω, πρόφτασα και χόρεψα, και πια δεν σε έχω ανάγκη”».
Αυτός ήταν λοιπόν ο Αλέξης Ζορμπάς, ένας σύγχρονος “Μέγα-Αλέξανδρος”, ένας μεταλλωρύχος που το όνομά του έγινε συνώνυμο της νεότερης Ελλάδος. Πέθανε το 1941 στα Σκόπια και ο τάφος του βρίσκεται στο κεντρικό νεκροταφείο των Σκοπίων, στο Μπούλτσε.
Νικόλαος Μαντζαρέας
∆ιευθύνων Σύμβουλος EXTRACO AE
ΠΗΓΗ : oryktosploutos.net
EIKONA : offlinepost.gr