Το λαμπρό αμάξι

- in EDITORIAL

Δε μ’ αναγνωρίζεις;
− Όχι.
− Είμαι ο Πούλος…
− Ο Πούλος; Μήπως ο συμμαθητής μου;
− Ναί, στο Βαρβάκειο…
− Γιώργη!
− Μηνά!
Φιλήθηκαν. Οι ενθύμησες του Βαρβακείου άρχισαν και περνούσαν, σεβάσμια λιτανεία, μπροστά στην οποίαν πήγαινε με μεγαλοπρέπεια ο κουλουρτζής. Τι μηδενικά! Τι ξύλο! Τι χάρτινα κοκόρια! Τριάντα χρόνια πέρασαν. Είν’ αγνώριστοι.
− για πές μου Πουλο, είπεν ο Μηνάς. Είσαι ο ἑκατομμυριουχος, που ακούγεται τώρα τελευταία; Ή συγγενής του;
Ο βαθύπλουτος χαμογέλασε με φιλαρέσκεια.
− Ένας Πούλος πλούσιος ὑπάρχει, απάντησε. Μα δεν έχω και τόσα. Με παραλένε… Κ’ εσύ Μηνά;
− Γραφέας του στρατοδικείου, είπεν ο Μηνάς.
Δυό κόσμοι! Έσφιγγαν ακόμα τα χέρια όταν είπαν καθένας την κατάστασή του… και τ’ άφηκαν με δυσπιστία. Ένοιωσαν πως ανάμεσά τους είνε τα πράγματα. Ως τόσο ο πλούσιος έκαμεν ένα ευγενικό κίνημα.
− Περιουσία είναι μόνο οι παλιοί φίλοι, είπε. Θέλω, καϋμένε, να τα πούμε. Να περάσω απ’ το γραφείο σου; Αύριο;
− Όπως θέλεις.
Την άλλη μέρα, σταμάτησεν έξω απ’ το στρατοδικείο το λαμπρότερο ιδιωτικό αμάξι της Αθήνας και ζήτησε τον φτωχόν ὑπάλληλον με τις 150 δραχμές το μήνα. Ο Μηνάς κυττάζοντας απ’ το παράθυρο, ντράπηκε… Μα τούτο είναι θέατρο! να κατεβή; Ν’ αρνηθή; Κατέβηκε. Ο βαθύπλουτος φίλος τον πήρε περίπατο. Ήταν ένα αμάξι! Όλα του άξιζαν, ως την τελευταία του βίδα. Τ’ άλογά του ήταν κατάμαυρα και το ρυθμικό των πάτημα άφινε μια χαυνωτική μουσική. Ο Μηνάς ήταν στενοχωρημένος… Τι θέλει εδώ μέσα! Αν τον ἰδή κανένας; Αν έβγαιναν έξαφνα οι φίλοι του απ’ το συνοικιακό καφενείο η «Πιπεριά» − ὢ διάβολε! σκούρα θα τάχε! Ως τόσο οι ρόδες κυλούσαν στην ὁδό Κηφισιάς κι’ ο κ. Πούλος χωρίς νά ‘χη την υπομονή να περιμένη άρχισε την περιγραφή του αμαξιού του. Με λεπτομέρεια καταπληκτική, πληροφόρησε το Μηνά για το μισθό των αμαξάδων του, για την ευγενική προέλευση του λακέ του, για τα προτερήματα και τις ιδιοτροπίες των. Είπε για την καταγωγή των αλόγων και για την τιμή των. Προχώρησε στο αμάξι. Από κει κατέβηκε στα λουριά, στις χαβιές − κ’ έφτασε στο σεΐζη. Ο Μηνάς πληροφορήθηκε αμέσως για το ρόλο του. Είναι ο φτωχός φίλος του πλουσίου! θα μαθαίνῃ τις τιμές. Είν’ ο θεατής. Φουρκίστηκεν αμέσως με τον ἑαυτό του για την υποχώρηση, που έκαμε να γνωρίση ένα νεόπλουτο − και πήρε την απόφασή του. Θα καταργήση αυτή τη σπατάλη στην ύπαρξή του, αφού άλλως τε στην ύπαρξή του δεν ὑπάρχει τίποτα περιττό. Κακό δεν είναι. Μα και καλό δεν είναι. Μετά τη θριαμβευτική λοιπόν αμαξάδα, αποτραβήχτηκε, παρουσιάζοντας διάφορες λεπτές δικαιολογίες.
Ἐδω όμως γελάστηκε. Ο κ. Πούλος δύσκολα θ’ αφήση το φτωχό θεατή να φύγῃ. Σε λίγες μέρες, καθώς ο Μηνάς πήγαινε στο δρόμο, πέρασε το λαμπρό αμάξι και τον ψάρεψε. «Με ξέχασες!», Του φώναξεν ο πλούσιος. «Έλα δω!» Ο αμαξάς με τ’ άσπρα του γάντια έσφιξε τα λουριά των περήφανων αλόγων για να σταματήσουν κι’ ο ξυρισμένος λακές, ίδιος πρέσβυς βορεινής αυτοκρατορίας, άνοιγε την πόρτα του αμαξιού ακίνητος. Τρομαγμένος απ’ το θέατρο τούτο ο Μηνάς αναγκάστηκε να τρέξη και να χωθή στο αμάξι. Αφού του ‘καμε πικρές παρατηρήσεις ο βαθύπλουτος τον ωδήγησεν αυτή τη φορά σπίτι του. Ἐκεί του ‘δειχνε δυο ολόκληρες ώρες… Τον πήγε στο σαλονάκι της μαστίχας, στη σάλα του λουτρού, στο μπιλιάρδο, στη βορεινή ταράτσα, στο μπουφέ. «Αυτό το τραπέζι είν’ από ξύλο Αυστριακό, που δε σκάει ποτέ… Αυτή η σαλαμάντρα καίει σαρανταοχτώ ώρες, χωρὶς να σβύση… Αυτό το σερβίτσιο είναι… Αυτή η πολυθρόνα έχει δέκα λίρες. Αυτές οι μπίλιες είν’ ελεφαντόδοντο. Αυτές οι στέκες βιδώνονται».
Ποτέ ο υπάλληλος του Στρατοδικείου δε δίψασε την «Πιπεριά» και τους φτωχούς του φίλους, όσο αυτές τις δυο ώρες. Μετά την καταμέτρηση της ξένης περιουσίας έτρεξε και τους βρήκε. Ήταν τέσσερες στο καφενείο. Ο απόστρατος υπολοχαγός, ο δικηγόρος χωρίς υποθέσεις, ο εφοριακός υπάλληλος κι’ ο άνθρωπος που περίμενε να κερδίση τη δίκη του… το μηνιαίο εισόδημα των πέντε, μαζύ με του Μηνά, δεν ήταν παραπάνω από 700 δραχμές. Μπροστά σε τόση κολοσσαία φτώχεια, ο Μηνάς έκρινε χρέος του να εξομολογηθή για τις δυο ώρες που πέρασε μ’ έναν ἑκατομμυριουχο − δηλώνοντας καθαρά πως ξαναπαίρνει στο καφενείο τη θέση του. Δε θα ξαναπατήση στον πλούσιο φίλο.
− Για στάσου! Είπεν ο δικηγόρος. Δεν αφήνουν έτσι ένα βαθύπλουτο. Μπορούσες να τον κάμης καλύτερο! Αν του πής να βάνη το χέρι του έτσι δά… στη μικρή τσέπη του γελέκου του… μπορεί να σώση τον ποιητή μας.
− Τον Κρυστάλλη! Έκαμαν οι άλλοι ξαφνισμένοι. να μια ἰδέα!
− Δεν έχομε κι’ άλλη! Ο γιατρός μου ‘πε σήμερα πως αν τον πάμε στο Μαρούσι για λίγο, θα δυναμώση το στήθος του και θα γιατρευτή. Όλη η ιστορία είνε πεντακόσιες δραχμές. Μα πώς να βρεθούν.
− Λοιπόν;
Όλοι γύρισαν και κύτταξαν το φίλο του πλουσίου. Τους κύτταξε κι’ ο Μηνάς. Στη στιγμή, ο πλούσιος πήρε τη σημασία της μοίρας ή του θεού.
− Να τις ζητήσω; Είπε. Μα πώς να τις ζητήσω… και σούφρωσε τα χείλια του σα να γεύτηκε λεμόνι.
− Στο διάολο, είπεν ο απόστρατος, χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι, πές του πως θα πεθάνη μια μέρα!
− Σιγά! Είπεν ο δικηγόρος. Έχει κι’ ο πλούσιος λαβή − πρέπει να τον πιάσουμε από κεί που πρέπει. Καθαρά, Μηνά, θα του πής πως ένας νέος διωγμένος από την Ήπειρο χάλασε το στήθος του δουλεύοντας σ’ ένα τυπογραφείο… Μ’ όλη του την αρρώστια, πές, γράφει στίχους… για βουνά και κρύα νερά… τον εκτιμούν ο Δούμας, ο Λάμπρος… Διάβασέ του και τίποτα στίχους.
− στο Διάολο, τί καταλαβαίνει ο Πούλος από τέτοια! Φώναξε ο απόστρατος και με νέα γροθιά στο τραπέζι τίναξε τα νερά των ποτηριών ως το διπλανό τάβλι.
− Πρέπει να τον συγκινήσωμε.
− Θα ψοφήση μια μέρα! ξανἆπεν ο απόστρατος αναμμένος.
− Σωπάτε, είπεν ο Μηνάς.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκεν ο Κρυστάλλης. Ερχόταν απ’ το τυπογραφείο διψασμένος για φως και για λίγη βοή ανθρώπων. Ήταν σά νά ‘βγαινε στον απάνω κόσμο. Χαιρέτησε τους πέντε, κάθησε δίπλα σ’ ένα τραπεζάκι, πήρε την «Παλιγγενεσία» και τη διάβαζε. το ξανθό και κοντό μουστάκι του στριμμένο με προσοχή, τα χωριάτικα μάτια του, που έξυπνα μαζύ κι’ αγαθά φώτιζαν την ωχρή του όψη κ’ η μικρή κλίτσα του, από οξειά Ηπειρωτική που την κρατούσε για μπαστούνι και της καμάρωνε τα λαϊκά πλουμίσματα, έδειχναν κάθε άλλο παρά ποιητή. Που η γούνα του Συνοδινού, το ψηλό του Παράσχου και τα μαλλιά του Νικολάρα! Μη βλέποντας τίποτε απ’ αυτά τα φοβερά σημεία στον ταπεινό Ηπειρώτη δίστασεν η συντροφιά στην αρχή να πιστέψη πως είναι ποιητής, αφου μάλιστα οι στίχοι του, καθώς λένε, είναι γεμάτοι τσοπάνικες λέξεις. Μα με τέτοιο λεπτό και συμπαθητικό μυστήριο τον είχε περιτυλίξει ο Μηνάς − αυτός τους τον είχε γνωρίσει − παρασταίνοντας τον καϋμό του για την Ήπειρο και τον αγώνα του για τη ζωή, ώστε τους άγγιξε την ψυχή − και νά! Οι τέσσερες απλοϊκοί πελάτες της «Πιπεριάς», που δεν είχαν ποτέ κανένα ενδιαφέρον για τα γράμματα και την ποίηση, βρέθηκαν άξαφνα ενωμένοι σε μια ευγενική συνωμοσία για τον ποιητή − αφού τόσες άλλες φροντίδες γι’ αυτόν είχαν αποτύχει.
Έτσι ο Μηνάς, που δε ζήτησε τίποτα στή φτωχή ζωή του από κανένα, χτύπησε το κουδούνι του εκατομμυριούχου.
Μια βαρύτατη πόρτα άνοιξε με μοναδική οκνηρία από ένα θυρωρό που ο Μηνάς τον βρήκεν αμέσως περιττό, καθώς και ήταν. Μέσα από αμέτρητα αντικείμενα, από περιττά έπιπλα, φορτωμένα με βασανισμένα σκαλίσματα, από βαρειές σάλλες βυθισμένες σε κρύαν επισημότητα, η οποία φώναζε τις τιμές και τις μάρκες, ο καλός μας γραφέας του στρατοδικείου, ακολουθώντας ένα περιττό καμαριέρη, οδοιπορούσεν απάνω σε χαλιά κι’ όλο πήγαινε και δεν έφτανε. Επί τέλους κάποτε απάντησε τον άνθρωπο στον οποίον χρησίμευεν όλο εκείνο το διάστημα! Ο πλούσιος τον δέχτηκε με χαρές και χτυπήματα στην πλάτη. Αφού τον έβαλε να καθήση σε μια τεράστια πολυθρόνα, που του χτυπούσε τα κόκκαλα και κάθησεν ο ίδιος μπροστά σ’ ένα ακριβότατο γραφείο χωρίς γραφικά είδη, τον ρώτησε πως ήταν αυτό το ευχάριστο.
− Έχω, καϋμένε, κάτι να σου πω, είπεν ο Μηνάς και ξεροκατάπιε.
Κομπιάζοντας, ιδρώνοντας, το είπε. Αλλοιώτικα τα είχε σχεδιάσει, αλλοιώτικα τ’ άρχισε. Κι’ αφού τ’ ανακάτεψε δυο τρείς φορές και τα ‘χασε, −τα ‘φερεν επί τέλους στην άκρη. Ο πλούσιος άκουσε με προσοχή και με το μάτι καρφωμένο απάνω του.
− Καλά! Απάντησε. Κάτι θα κάνω γι’ αυτόν το νέο. Πέρασε την Τετάρτη. Αυτήν την ώρα.
Απ’ τη χαρά του ο Μηνάς έτρεχε σχεδόν στο δρόμο.
Ο πλούσιος έμεινε μόνος του… και μετάνοιωσε. Βηματίζει απάνω και κάτω. Τι έκαμε; Υποσχέθηκε. Ήταν ασυλλόγιστο. Έπρεπε να πή «αδύνατο!». Τα ‘βαλε με τον εαυτό του. «Ποιητής; Ταμπουράδες δηλαδή! Ο Μηνάς λοιπόν θα με πήρε για λάχανο, αφου ζητάει να πληρώσω λαλούμενα…». Σταμάτησε. Σαν αστραπή ο νους του αναμετράει την περιουσία του. Έπειτα πιάνει τη μέση του. Νοιώθει πως ξύπνησε κάποιος ρευματισμός του. Άλλος ένας στο δάκτυλο. Είναι τηλεγραφήματα! Συλλογιέται πως η ζωή είναι λίγη… Άκουσε κάποτε διάκο με ψιλή και τραγική φωνή να λέει το Ευαγγέλιο: «Άφρον, άφρον, ταύτῃ τη νυκτί…» Γέρνει προς το μέρος της καλωσύνης. Θα θυσιάση τις πεντακόσιες δραχμές. τις μισές καλύτερα… Έτσι γίνονται και τα δυό. Μα πάλι Δεν πρέπει να κάμη τόσο κακή φιγούρα στο Μηνά. Θα τις δώση καλύτερα όλες. Μα όλες είναι πολλές. «Ά όχι!».
Κι’ αρχίζοντας μετρήματα και πολύπλοκη αριθμητική, καθώς πήγαινε δώθε κείθε και βγάζοντας αυτές τις πεντακόσιες δραχμές έβλεπε πως στην τεράστια περιουσία του γίνεται μια μικροσκοπική τρύπα −που μολαταυτα είναι κάτι τι. Μιά δαπάνη που δε θα δώση τίποτα. και συλλογιέται. «Ἄν αυτός ο ένας γίνη δυό; Αν βρεθή κι’ άλλος Μηνάς; και παρακαλέση γι’ άλλον; και βοηθήση δεύτερο, τρίο, τέταρτο; Η τρύπα θα μεγαλώση. Αν ο διάβολος τα φέρη και πέσουν οι τάδε μετοχές; Αν δε μπορέση να τοποθετήση την παραγωγή των δύο εργοστασίων του; Αν γίνη κανένα πατατράκ−όλα γίνονται− ποιός ξέρει τί (αυτή τη στιγμή είδε μπροστά του όλες τις καταστροφές, αναρχίες, πολέμους, θεομηνίες) − κι’ αν μετά τριάντα χρόνια βρεθή στο δρόμο και δεν τον περιμαζέψη οὔτε το πτωχοκομείο;… Τί;
Την Τετάρτη στο ραντεβού, κάνοντας όλη τη δυνατή προσπάθεια να είναι ψυχρός κ’ επίσημος, είπε στο Μηνά.
− Δυστυχώς είναι τέτοιες οι περιστάσεις… .όχι πως δεν έχω την περιουσία μου… αν και δεν είναι το τεράστιο ποσόν, που λένε… αλλά τέλος πάντων… τί μου κόστισαν αυτά τα χρήματα… να σου τα διηγηθω καμμια φορά… εγώ που με βλέπεις επείνασα… στή Ρουμανία, μάλιστα… εδώ κ’ είκοσι χρόνια… ὁπωσδήποτε για το ζήτημα του φίλου σου του ποιητή… δε θα μπορέσω προς το παρόν να τον βοηθήσω… εξαιρετικώς ήρθαν οι περιστάσεις δύσκολες… έξοδα πολλά… προς το παρόν είπα… αργότερα δεν αποκλείεται… εννοείς τη στενοχώρια μου… να δυσαρεστήσω τον παλιό συμμαθητή… αλλά οι περιστάσεις… προς το παρόν… μ’ όλη την καλή θέληση… εννοείς…
− Εννοώ, είπεν ο Μηνάς, μα μη στενοχωρείσαι, φίλε μου! έχομε τόσα άλλα να πούμε!
− Θέλεις να σου δείξω τα όπλα μου; Ρώτησε ο πλούσιος ενθουσιασμένος γιατί τον βοήθησε στο ξεγλίστρημα.
Αν και δεν είχε ποτέ τουφεκίσει ο Μηνάς παρά μόνο σε μια επιστρατεία κ’ ήταν εντελώς απληροφόρητος για τη σημασία ιδίως των φονικων ὀργάνων μονομαχίας, αναγκάστηκε να περιεργαστή μια πλούσια συλλογή τέτοιων σιδερικων και ν’ ακούση τις χρονολογίες και τις τιμές του καθενός − μόνο και μόνο για να καταπιή ευκολώτερα τη διάψευσή του. Μέσα του αναθεμάτιζε τον εαυτό του… Τι θέλει εδω; Πάλι θεατής; Γιατί μαθαίνει αυτές τις τιμές; Ἐπρόδωσε την καϋμένη τη φτώχεια του! Ακολούθησε μια φορά τον πλούσιο φίλο− εγλίστρησε. Να τώρα το αποτέλεσμα. Ονειρεύτηκε μια καλή πράξη και βγήκε γελασμένος. Είχε ξεχάσει λοιπόν πως δυο αντίθετοι κόσμοι μόνο σε σύγκρουση έρχονται, ποτέ σ’ επαφή! Έδωκε το χέρι με προσποιητή αταραξία στον πλούσιο. Ἐκείνος το κράτησε.
− Στάσου, απάντησε. το αμάξι μου είν’ έτοιμο, θα βγουμε μαζί.
− Μα γιατί με τ’ αμάξι; θα πάω πεζή.
− Δε σ’ αφίνω να φύγης πεζός! Είπεν ο νεόπλουτος μ’ επιμονή.
Κι’ αλήθεια συνήθιζε αυτές τις θριαμβευτικές προπομπές.
Ο Μηνάς δε μπόρεσε ν’ αντισταθή. Κοντά στην Καπνικαρέα ο ιδιοκτήτης κατέβηκε με μεγαλοπρέπεια λέγοντας στον αμαξά: «θα πάς τον κύριο εκεί που θέλει». Έτσι ο Μηνάς βρέθηκε μόνος του στο λαμπρό αμάξι, ενω τ’ άλογα τον πήγαιναν με καλπασμό, για ν’ αναγγείλη την αποτυχία του.
Ποιος ετοίμασεν αυτή τη φαντασμαγορία; Το Κακό βέβαια. Τα έργα του έχουν τέχνη− Δεν είναι ποτέ απλά. Ορίστε! Λιακάδα του Γεννάρη. Τα μαύρα άλογα τεντώνουν τις στέρεες καμπύλες των, ξεπετιέται το λαμπρό των ανάγλυφο. Αγάλματα ο αμαξάς κι’ ο λακές. Ἡ γυαλάδα του λαντώ καθρεφτίζει τα σπίτια και τους διαβάτες. Λουριά, πόρτες, πόμολα, στολίδια του, είναι ύμνος προς το περιττό. Σκέφτηκε αμέσως να κατεβή… Μα όχι! θα μείνη, για να την εκτελέση αυτήν την κωμωδία ως το τέλος! Θα βοηθήση τη δύναμη του κακού. Τρελλή διάθεση τον έπιασε να παίξη τα παιγνίδια της, μανία για να διαπομπεύση τον πλούσιο−και τον εαυτό του που πίστεψε στον πλούσιο. Εμπρός! θα οδηγήση τουλάχιστον το αμάξι του σε σωκάκια. Θα το σταματήση στην «Πιπεριά»! Θέλει να το χώση σε λαϊκή συνοικία. Κι’ αφου πέρασε τους δρόμους Αιόλου και Πατησίων καταδικάζοντας δυο τρείς γνώριμούς του διαβάτες σε κωμικήν ακινησία, ως που να βεβαιωθουν αν είναι ξυπνοί ή κοιμούνται, κι αφού χαιρέτησεν άλλους δυο τρείς με βαρύ και φιλάνθρωπο ύφος, έφτασε. Στην πόρτα, βγήκε ο καφεντζής μ’ ανοιχτό το στόμα, κεραυνωμένος.
− Είναι κανένας μέσα;
− Τώρα μόλις έφυγαν, Δεν είν’ ένα τέταρτο…
Α! όλα πάνε στραβά λοιπόν; Θ’ αποτύχη κι η παράστασή του; Μα αυτή πρέπει να πάη καλά! Σκέφτηκεν αμέσως το μαγειριό του Ρούκα η «Αμφιλοχία». Ἐκεί τρώει πάντοτε ο Κρυστάλλης −άς πάη να τον ξαφνίση! Τουλάχιστο, θα γελάσουν μαζί. Ἐμπρός! Το μεγαλόπρεπο αμάξι με προσοχή και με δυσκολία μπήκε σ’ ένα σωκάκι, που δεν είχε ξαναϊδή τροχό.
− Εδώ! είπε ο Μηνάς.
Νέος κεραυνός έπεσε στο λαϊκό μαγειριό. Δυό τρείς κατσαρόλες άχνιζαν. Μερικοί μαστόροι κουτσόπιναν κι ο ιεροψάλτης της ενορίας με κόκκινη μύτη γευμάτιζεν, έχοντας μπροστά του το μεγάλο ποτήρι με την κεχριμπαρένια ρετσίνα. Μα η γωνιά του Κρυστάλλη ήταν αδειανή.
− Δεν ήρθεν από χτες ο κυρ Κώστας. Είπεν εμβρόντητος ο μάγερας.
Η ατυχία εξακολουθούσε! Απελπισμένος ο Μηνάς ωδήγησε το αμάξι, στην οδό Πατησίων. Εκεί κατέβηκε κι έδωσε τέλος στη φαντασμαγορία.
Ωστόσο η λαϊκή συνοικία σηκώθηκε όλη στο πόδι. Τα παράθυρα χάσκουν περίεργα, τα λαδικά πέτρωσαν στην πόρτα, οι άνθρωποι έχουν τη μύτη στον αέρα μήπως πέση από ψηλά καμμιά εξήγηση για το μετέωρο, που ήρθε κι έσβυσε. Ο καφετζής της «Πιπεριάς» βυθίστηκε σε συλλογισμούς. Ο μάγερας της «Αμφιλοχίας» κατάπληκτος για την τιμή, κάνει χοντρά λάθη με την κιμωλία στο λογαριασμό του ιεροψάλτη. Ο γερο−κουλουρτζής του δρόμου, που το θεωρουσε προσβολή του να συμβή τίποτε, χωρὶς να το μάθη, μετακινώντας εδώ κι εκεί τον ταβλά του έκαμε γνωστό επί τέλους στη συνοικία πως το αμάξι ζητούσε κάποιο γείτονα ποιητή Κρυστάλλη απ’ την Ήπειρο. Και τότε σα θύελλα σηκώθηκε ο θαυμασμός γύρω στο ασήμαντο υποκείμενο, που ως τότε κανεὶς δεν το είχε προσέξει. Έλεγαν πως έστειλεν ο υπουργός να του δώσουν το παράσημο… Μια γρηά βεβαίωνε πώς, καθώς άκουσεν, ο βασιλιάς του μήνησε να πάρη τα γραψίματά του και να καθήση στο παλάτι. Για άλλους το αμάξι ήταν του Συγγρού. Κατά το λέγειν του φαναρτζή, ο ξυρισμένος δίπλα στον αμαξά ήταν ο ίδιος ο Τσυγγρός. Ξανακάνοντας ο κουλουρτζής το γύρο πληροφορήθηκε πως το αμάξι είχε να παραδώση στον Κρυστάλλη δυο σακκουλάκια λίρες, σφραγισμένα με βουλλοκέρι. Καθώς ανέβαινε το νέο έφτασεν επιτέλους και στο απλησίαστο σωκάκι του Κρυστάλλη και μαθεύτηκεν απ’ τη σπιτονοικοκυρά του. Η γρηά, που τον περιφρονούσε και τον γκρίνιαζε, αδιάφορη για τις δέκα δραχμές που ‘περνε το μήνα, ξαφνίστηκε για το παράδοξο μήνυμα και κρατώντας ένα μεγάλο μέρος της τιμής για το πρόσωπό της, έτρεξε να του τα πή. Τον είδε τυλιγμένο στο παλτό του και σκυμμένον στο τραπέζι.
Ο ποιητής είχε από χθες λίγο πυρετό. Στο τραπέζι του ήταν δυο ποτήρια, ένα κουταλάκι κι ένα κουτάκι με χάπια. Έπειτα τα βιβλία του: Ο Βαλαωρίτης − η Γραφή − μια Γεωγραφία της Ἠπείρου − ένας τόμος του Παράσχου− ένα βιβλίο του Λάμπρου− το περιοδικό «Εστία» του Κυριακου− ένα λεξικό− λίγα φύλλα άσπρο χαρτί. Στη γωνιά, η κλίτσα του. Στον τοίχο, δυο − τρείς ξεβαμμένες φωτογραφίες, μια τσίτσα κρεμασμένη, κι ένα ξερό κλαράκι μελικοκιάς με τους κόκκινους κόμπους του καρπου της. Δε θέλησε να πέση στο κρεββάτι για να του φύγη η ιδέα της αρρώστιας. Καθισμένος μπροστά στο μικρό του τραπέζι, τυλιγμένος με το παλτό του έγραφε. Δεν ήταν εδώ! Ταξείδευε στα Γιάννενα… Έγραφε κ’ έσβυνε… Ανέβαινε σε ἠπειρώτικους γκρεμνούς, άκουγε κοτσύφια… Έδιωχνε τον Τούρκο… Δέντρα φυσούσαν στο κεφάλι του, ο καταρράχτης των Τζουμέρκων βροντούσε και χιόνιζε στα πόδια του. Η θέρμη άναβε τη φαντασία του κι η φαντασία του τη θέρμη.
− Καλά κυρα−Γιάννενα, είπεν ο ποιητής ακούοντας το νέο. Ύστερα τα ξαναλέμε.
Και την έδιωξε.
Όσο κι’ αν ταξείδευε στη χώρα της φαντασίας, την πραγματικότητα δεν την έχασεν ούτε αυτην τη στιγμή! Κατάλαβε πως θά ‘ταν κάποιο φιλικό αστείο… Τι άλλο θα ‘ταν; Όπου είχε καταφύγει, ζητώντας να βγή από το τυπογραφείο, για να γλυτώση, βρήκε την αποτυχία. Το πεπρωμένο του δεν κάνει λάθη ποτέ. Ο κόρακας ν’ ασπρίση, αυτό που γίνεται σ’ έναν αδικημένο ποιητή θα γίνεται. Ποιός πλούσιος τρελλάθηκε, για να το χαλάση; Δεν ὑπάρχει δύναμη ικανή να τον γλιτώση! «Αν ξανασάνω εγώ, συλλογιέται, μπορεί να γκρεμιστή ο κόσμος». Και κυττάζοντας γύρω του στή γυμνή βυθισμένη κάμαρα συλλογίστηκε πως είναι ίσως χρήσιμα τα δεινά του, όσο και το άστρο εκείνο που λάμπει έξω απ’ το θαμπό τζάμι, και πως όλα μαζύ, ο κόσμος κι’ αυτός κ’ η φτώχεια του πηγαίνουν ποιός ξέρει σε ποιό σκοπό… το κακό έχει γνώση, πείσμα και τέχνη.
Έξω η γειτονιά τον βύθιζε στα εκατομμύρια.
Ο ποιητής έσκυψε και ξανάρχισε, κρυώνοντας μέσα στο παλτό του, να γράφη το «Σταυραϊτό».

Διαβάστε Επίσης

Ο ΄Ανθρωπος Που Αγαπούσε Τα Χρήματα Περισσότερο Από Τη Ζωή

Lectures Bureau Την αρχαία εποχή ζούσε ένας ξυλοκόπος,