222. ΠΟΙΜΗΝ ΚΑΙ ΚΥΩΝ
[222.1] ποιμὴν ἔχων κύνα παμμεγέθη τούτῳ εἰώθει τὰ ἔμβρυα καὶ τὰ ἀποθνῄσκοντα τῶν προβάτων παραβάλλειν. καὶ δήποτε εἰσελθούσης τῆς ποίμνης ὁ ποιμὴν θεασάμενος τὸν κύνα προσιόντα τοῖς προβάτοις καὶ περισαίνοντα αὐτὰ εἶπεν· «ἀλλ᾽, ὦ οὗτος, ὃ θέλεις σὺ τούτοις, ἐπὶ τῇ σῇ κεφαλῇ γένοιτο».
ὁ λόγος εὔκαιρος πρὸς ἄνδρα κόλακα.
222. Ο τσοπάνης και το σκυλί
[222.1] Κάποιος βοσκός είχε ένα πελώριο τσοπανόσκυλο και συνήθιζε να το ταΐζει με τα έμβρυα που απόρριχναν οι προβατίνες και με τα ετοιμοθάνατα αρνιά. Μια φορά, λοιπόν, μόλις μπήκε το κοπάδι μέσα στο μαντρί, ο άνθρωπός μας είδε τον σκύλο του να τρέχει κοντά στα πρόβατα και να τους κάνει χαρές, κουνώντας την ουρά του. Νά τί του έκραξε τότε: «Βρε κερατά, ξέρω τί εύχεσαι μέσα σου για τούτα εδώ τα καημένα – στο κεφάλι σου να πέσει το κακό!».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για κανέναν κόλακα.