Διογένης:«Ψάχνω για έναν τίμιο άνθρωπο»

- in ΕΛΛΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Κάποτε εμφανίστηκε μπροστά στον Αντισθένη ένας τραπεζίτης, παρακαλώντας τον να τόν δεχθεί ως μαθητή του. Ο Αντισθένης, φυσικά, αρνήθηκε να διδάξει έναν τραπεζίτη. Ο τραπεζίτης επέμενε για πολύ καιρό. Ο Αντισθένης αποφάσισε να τόν δεχθεί μόνον, όταν τόν είδε να είναι ντυμένος με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και στις λάσπες, και να περιπλανιέται, ζητιανεύοντας μαζί με άλλους ζητιάνους. Τόν πλησίασε, εκείνος ζητιάνεψε λίγη αρετή, κι ο Αντισθένης τόν δέχθηκε. Ο ζητιάνος είχε το όνομα Διογένης.

Ο Διογένης, πριν γίνει Κυνικός φιλόσοφος ήταν τοκογλύφος κι έκανε τον παραχαράκτη. Από αυτό το κατάντημα και τον ξεπεσμό, ένοιωθε μίσος στους γύρω του και περιφρονούσε την κοινωνία και τους θεσμούς της. Ήταν με δυο λέξεις αρνητής και σαρκαστής των πάντων. Έλεγε, πως δεν ήθελε να είναι γιατρός της άρρωστης κοινωνίας, παρά ένας δαγκωνιάρης σκύλος. Ακόμα και το κύριo σύγγραμμά του τό τιτλοφόρησε «Πάνθηρ».

Έμεινε γνωστός ως Διογένης ο Κυνικός.
Ο Διογένης (412-323 π.κ.ε.) ο Σινωπεύς, είχε παντού εχθρούς ή φίλους που διασκέδαζαν μαζί του εμπαίζοντάς τον, εξορίστηκε από την πατρίδα του, πουλήθηκε ως δούλος, κέρδισε την ελευθερία του, γνώρισε όλες τις πτυχές της ζωής αφού έγινε από τραπεζίτης μέχρι ζητιάνος και από φιλόσοφος μέχρι σκύλος (ζώντας σκυλίσια ζωή), στο τέλος κοιμόταν μέσα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Δήλωνε ότι ήταν εναντίον του πολιτισμού, αφού «οι άνθρωποι είναι ζώα και τα ζώα δεν έχουν πολιτισμό, έχουν μόνο φυσικές ανάγκες, αλλά ας γίνουν τα ζώα πρώτα άνθρωποι κι έπειτα ας κάνουν και πολιτισμό, πράγμα δύσκολο, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πουθενά, εκτός κι αν μιλάμε για χρήματα, για πόλεμο και για θεάματα».

Πολλοί γελούσαν μαζί του, επειδή κοιμόταν στο πιθάρι του, κι εκείνος γελούσε μαζί τους επειδή δεν χωρούσαν στο πιθάρι, γιατί ήταν χονδροί. «Η φιλοσοφία δεν έχει σπίτι», έλεγε, «γιατί είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει σε κανένα σπίτι και μπορεί να έχει σαν στέγη της μόνο τον ουρανό». Ήταν ο πρώτος που, μιλώντας για τον εαυτό του, χρησιμοποίησε τον όρο «Κοσμοπολίτης».

Ο Διογένης πήγε στο Κυνόσαργες και άκουσε τη διδασκαλία του Αντισθένη, δεν ακολούθησε όμως τον δάσκαλό του. Έχουμε μάλιστα μία μαρτυρία, που μας λέει, πως ο Διογένης έλεγε για τον Αντισθένη, πως είναι «μια τρομπέτα, που δεν άκουε τον εαυτό της» (Δίων Χρυσ., V, ΙΙΙ, 2) εννοώντας, πως ο δάσκαλός του άλλα δίδασκε και άλλα έκανε. Σαν ξεπεσμένος τοκογλύφος που ήταν, που δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι, δεν μπορούσε να μένει ευχαριστημένος με τα Αντισθενικά διδάγματα.

Ο Διογένης δεν είχε σπίτι, αρνιόταν οποιαδήποτε υποταγή στους νόμους και δεν αναγνώριζε καμία πατρίδα. Κάποιος είχε βάλει μια πινακίδα στην πόρτα του σπιτιού του, που έγραφε «Μηδέν εισίτω κακόν» (κανένα κακό να μην εισέλθει στο σπίτι), κι όταν τό είδε ο Διογένης τού είπε «Ο κύριος της οικίας που εισέλθη;» (Κι ο κύριος του σπιτιού από πού θα εισέλθει;).
Δεν άφηνε κανέναν ανόητο χωρίς να τον πειράξει. Έχοντας διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, ο Διογένης έκανε την ανάγκη του δημοσίως και έλεγε ότι απολύτως καμία σωματική ανάγκη δεν θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη ή πρόστυχη, αφού η φύση τή δημιουργεί.

Ο Διογένης, επίσης, αυνανιζόταν δημοσίως κατά προτίμηση, στην αγορά. Ο Διογένης Λαέρτιος μάς διηγείται ότι ο Διογένης ο Κυνικός κάποτε αυνανιζόταν στην αγορά κι όταν οι άλλοι τον κατέκριναν εκείνος είπε: «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να τρίβαμε έτσι και την κοιλιά μας και να μην πεινούσαμε ποτέ).
Μερικές φορές οι Αθηναίοι καλούσαν στα συμπόσια τον Διογένη για να γελάσουν, τόν έβαζαν να κάθεται απόμερα σε μια γωνιά και τού πετούσαν αποφάγια και κόκαλα σαν να ήταν σκύλος, και γι’ αυτό εκείνος έπειτα πήγαινε και τούς κατουρούσε σαν σκύλος, ώσπου τελικά σταμάτησαν να τόν καλούν.

Έλεγε ότι μπορούσε να κυβερνήσει εύκολα όχι μόνο οποιονδήποτε άνθρωπο αλλά και ένα έθνος ολόκληρο, αλλά δεν τό έκανε, γιατί δεν ήθελε σκοτούρες ή γιατί προτιμούσε να τεμπελιάζει.

Σε ένα από τα πολλά ταξίδια του τόν έπιασαν οι πειρατές και τόν πούλησαν για σκλάβο σε έναν πλούσιο Κορίνθιο, ο οποίος τόν ρώτησε τι ήξερε να κάνει καλύτερα. Κι ο Διογένης αποκρίθηκε: «Να κυβερνώ τους ανθρώπους». Ο Κορίνθιος τού εμπιστεύθηκε τα παιδιά του και έπειτα τον οίκο του και όλες του τις υποθέσεις. Τόν αποκαλούσε «η μεγαλοφυία του σπιτιού μου».

Όταν ο Διογένης τού είπε ότι ήταν εγωιστικό και ανήθικο να κρατά μια τόσο υπέρμετρη μεγαλοφυΐα, μόνο για τον εαυτό του, ενώ μπορούσε όλος ο κόσμος να ωφεληθεί από αυτήν, εκείνος τού χάρισε την ελευθερία του.
Μια εποχή, ο Διογένης συνήθιζε να κυκλοφορεί μέρα-νύχτα κρατώντας ένα φανάρι, κι όταν τον ρωτούσαν, γιατί τό έκανε αυτό, έλεγε «ψάχνω για έναν τίμιο άνθρωπο», θεωρούσε ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι δεν ήταν παρά όρθια ζώα κι ότι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο ήταν ένας αληθινά τίμιος άνθρωπος.

Έκανε συχνά τέτοια πράγματα, θα‘λεγε κανείς ότι ήταν κάτι σαν διδακτικό σώου, ίσως για να μεταδώσει κάτι με νόημα. Πολλές φορές όταν ο κόσμος έφευγε από ένα θέαμα που είχε τελειώσει, τότε πήγαινε αυτός να μπει στον χώρο του θεάματος, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «επειδή δεν υπάρχει τίποτε να δω, αλλά εγώ, σε αντίθεση με εσάς, τό γνωρίζω».

Μερικές φορές καθόταν και ζητιάνευε από τα αγάλματα των θεών, με μεγάλη επιμονή. Όταν τόν ρωτούσαν γιατί έκανε αυτό το τρελό πράγμα, έλεγε ότι «εκπαιδευόταν στην αποτυχία».

Στην Αθήνα, ο Διογένης έδωσε μια πολύ μεγάλη ώθηση στον Αστεϊσμό. Χρησιμοποιούσε το λογοπαίγνιο ως «Κύνας» (σκυλί) «δαγκώνοντας τους φίλους, για να τούς διορθώσει» Καθόταν και διάβαζε όλες εκείνες τις αναθηματικές επιγραφές, που απόθεταν οι πιστοί στους ναούς, γιατί είχαν σωθεί χάρη σε κάποιον θεό, και έλεγε, κουνώντας το κεφάλι: «Κι όμως, θα ήταν πολύ περισσότερες, αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις».
Κάποτε, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, συναντώντας μια γυναίκα που προσκυνούσε καταγής με ευλάβεια μια ιερή εικόνα, ο Διογένης τής είπε: «Πρόσεξε, γιατί με τόσους θεούς που κυκλοφορούν, μπορεί να υπάρχει και κάποιος από πίσω σου και να τού δείχνεις τα πισινά σου»

Ο Αριστοτέλης που, μεταξύ άλλων, είχε για δάσκαλό του και τον Διογένη, παρότρυνε τον μαθητή του Αλέξανδρο τον Μακεδόνα να επισκεφθεί τον Κυνικό σοφό. Έτσι, κάποτε ο βασιλιάς Αλέξανδρος παρουσιάστηκε μπροστά στον Διογένη, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος και λιαζόταν ευχαριστημένος. Ο Αλέξανδρος τόν ρώτησε τι θα ήθελε να τού δώσει. Ο Διογένης τού έδωσε τη θρυλική απάντηση: «Κάνε πιο πέρα, γιατί μού κρύβεις τον ήλιο. Μη μού στερείς αυτό που δεν μπορείς να μού δώσεις». Ο Αλέξανδρος είπε πως, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, θα ήθελε να είναι ο Διογένης. Λέγεται ότι πέθαναν την ίδια μέρα, ο ένας βασιλιάς και φτωχός, ο άλλος ζητιάνος και πλούσιος.

Επίσης δεν αναγνώριζε τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, καθώς και τον θεσμό του γάμου. Τους αρχηγούς του δήμου τούς αποκαλούσε «όχλου διακόνους». Πίστευε πως η πολιτεία δεν χρειάζεται, ούτε και η οικογένεια. Οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, θα παντρεύονται, χωρίς να εξαναγκάζονται να ζουν, κάτω από ορισμένες βιοτικές συνθήκες. Τα παιδιά που θα γεννιούνται από τους τέτοιους ελεύθερους γάμους, θα ανατρέφονται από το κοινό και δε θα ξέρουν ποιοι είναι οι γονείς τους. Έτσι θα πραγματοποιηθεί η αδελφοσύνη και η ισότητα (Διογ. Λαέρτ., VI, 80).

Ακόμα, δεν έδινε καμιά σημασία στην αντίθεση του δουλικού και ελεύθερου βίου. Μια που γι’ αυτόν η πολιτειακή οργάνωση ήταν ένας αντιφυσικός θεσμός, τη δουλεία δεν τήν αναγνώριζε ως νόμιμη κατάσταση, αφού μάλιστα αρνείτο και το θεσμό της ιδιοκτησίας. Φυσικά, έχοντας τέτοιες αντιλήψεις, ούτε για τη δουλειά ενδιαφέρονταν, ούτε δίδασκε τον μόχθο, όπως ο Αντισθένης.

Σε κάποιον που τόν κατηγορούσε ότι πήγαινε και χωνόταν σε μέρη ακάθαρτα, ο Διογένης απάντησε: «Και ο ήλιος μπαίνει στα αποχωρητήρια, αλλά δεν λερώνεται».

Αντισθένης:

https://www.lecturesbureau.gr/1/antisthenes-Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/512425263856338128/

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ

ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΟΡΑΤΟ ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΡΔΑΤΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Μπουκουμάνη

Ο μεγάλος φιλόσοφος Διογένης 

Μαρία Σκαμπαρδώνη | greekaffair.news

Κοινοποιείστε το άρθρο

Ο μεγάλος φιλόσοφος Διογένης.. της Μαρίας Σκαμπαρδώνη

Μία ημέρα όπως όλες τις άλλες, ο Μέγας Αλέξανδρος επισκέφτηκε την Κόρινθο, με σκοπό να οριστεί αρχιστράτηγος, εξέφρασε την επιθυμία του να συναντήσει έναν παράξενο φιλόσοφο.

Το όνομά του ήταν Διογένης. Είχε παρακινήσει την περιέργεια πολλών, καθώς ζούσε μία ζωή με απόλυτη λιτότητα, μετακινώντας απλώς το πιθάρι στο οποίο διέμενε.

Ο Αλέξανδρος βεβαιώθηκε πως ήταν εκείνος και πλησιάζοντας το πιθάρι, διέκρινε τα μορφή ενός μεγάλου σε ηλικία και κακοντυμένου άνδρα.

Αφού τόν κοίταξε εξονυχιστικά με μία διαπεραστική ματιά, ο Αλέξανδρος του είπε τα εξής λόγια:

  • Είμαι ο Αλέξανδρος, βασιλιάς όλων των Ελλήνων. Μπορώ να κάνω κάτι για σένα. Θα πραγματοποιήσω κάθε σου επιθυμία.

Ο Διογένης παρέμεινε απαθής για λίγη ώρα, ώσπου να σηκώσει το βλέμμα του και να πει:

  • Ναι, μπορείς να μού κάνεις μία χάρη. Παραμέρισε λίγο, μού κρύβεις τον ήλιο.
Ο Αλέξανδρος, εντυπωσιασμένος, γύρισε και είπε στους ακόλουθούς του:
  • Αν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να είμαι Διογένης.

Ένα διάσημο περιστατικό από τη ζωή ενός φιλοσόφου που έζησε, βιώνοντας απόλυτα την έννοια της λέξης λιτότητα -μπορούμε να πούμε και σε υπερβολικό βαθμό. Αυτός είναι ο περίφημος Διογένης, ο <<Κύων>>, όπως τόν είχαν ονομάσει οι Αθηναίοι. Ένας από τους διαπρεπέστερους εκπροσώπους της Κυνικής φιλοσοφίας. Ο Διογένης υποστήριζε πως εκείνος δε δάγκωνε τους εχθρούς του, αλλά ήθελε να βοηθήσει τους φίλους του ! 

Γεννήθηκε στη Σινώπη της Μικράς Ασίας το 400 π.Χ και πέθανε το 325. Αν και υπάρχουν ειδικοί που τοποθετούν την ημερομηνία της γέννησής του το 412 και το θάνατό του το 323. Ο πατέρας του λεγόταν Ικεσίας και κατασκεύαζε νομίσματα. Ο νεαρός Διογένης έμαθε την τέχνη του, μαθητεύοντας δίπλα του.

Ο Διογένης ήρθε σε επαφή με τη φιλοσοφία, όταν γνώρισε τον Αντισθένη και έγινε μαθητής του. Ο Αντισθένης υπήρξε μαθητής του Σωκράτη και υποστήριζε τη ροπή του ανθρώπου προς τη φύση. Θεωρούσε πως η πλεονεξία είναι η πηγή όλων των κακών για τον άνθρωπο και θεωρούσε πως η επιστροφή στη φύση θα λυτρώσει τον άνθρωπο.

Ο Διογένης θεωρούσε τον Αντισθένη ως τον γνήσιο διάδοχο του Σωκράτη και όχι τον Πλάτωνα. Η ειρωνεία του απέναντι στον Πλάτωνα είναι γνωστή. Όταν ο Πλάτωνας όρισε τον άνθρωπο ως <<ένα ζώο με πόδια και χωρίς φτερά>>, ο Διογένης μάδησε έναν κόκορα και φέρνοντάς τον στον Πλάτωνα είπε: Ιδού ! ένας άνθρωπος !>>.

Ο Διογένης εφάρμοσε κατά γράμμα τη φιλοσοφία του Αντισθένη και, μάλιστα, έφτασε σε βαθμό υπερβολής. Εγκατέλειψε το σπίτι του έμενε, σε ένα μεγάλο πιθάρι. Τα μόνα αντικείμενα που είχε στην κατοχή του ήταν ένα ραβδί και ένα κύπελλο. Όταν όμως μία μέρα παρατήρησε ένα παιδί, που έπινε νερό από μία πηγή χρησιμοποιώντας τα χέρια του, πέταξε το κύπελλο, διότι τό θεώρησε άχρηστο.

Ο Διογένης συνήθιζε να λέει για την εξουσία: η στάση απέναντι στην εξουσία πρέπει να είναι ίδια με τη στάση απέναντι στη φωτιά: να μη στέκεσαι ούτε πολύ κοντά, για να μην καείς, ούτε πολύ μακριά, για να μην ξεπαγιάσεις»… 

Ο Διογένης θεωρούσε πως ο άνθρωπος είναι μονίμως δυστυχισμένος, διότι θεωρεί αναγκαία για την ευτυχία του πράγματα που δεν είναι σημαντικά. 

Θεωρούσε πως όλες οι φυσικές ανάγκες του ανθρώπου –η γενετήσια ορμή, η δίψα, ο ύπνος, η τροφή- είναι απολύτως φυσιολογικές, διότι η ίδια η φύση τις δημιούργησε. Όμως, θεωρούσε πως ο άνθρωπος μέσω της εγκράτειας, μπορούσε να τις ελέγχει και να τις τοποθετεί σε ένα πιο λογικό πλαίσιο.

Ο Διογένης δημιούργησε ένα φιλοσοφικό πιστεύω, το οποίο επηρέασε μεταγενέστερα πνεύματα της Φιλοσοφίας, όπως τον σπουδαίο Ζαν Ζακ Ρουσώ. Ο Ρουσώ προέβαλλε μέσα από τα έργα του έναν τρόπο ζωής, στον οποίο ο άνθρωπος αναγεννιέται και βρίσκει την ευτυχία, όταν πλησιάσει τη φύση.

Ο Διογένης εφάρμοσε τη λιτότητα σε βαθμό υπερβολής στη ζωή του. Σίγουρα, ο άνθρωπος έχει εξιδανικεύσει διάφορα υλικά αποκτήματα και τα θεωρεί αναγκαία για τα ζωή του δίχως να είναι, όμως ένας άνθρωπος δεν μπορεί να στερείται διαρκώς τα απαραίτητα.

Ο Διογένης συνειδητά σε όλη του τη ζωή παρέμεινε εργένης. Θεωρούσε τον εαυτό του ‘’πολίτη του κόσμου’’ και ήθελε να ζει αποδεσμευμένος από τα βιοτικά άγχη.  Σε μία εποχή που η καταγωγή του ανθρώπου ήταν σημαντική για την εξύψωσή του, εκείνος δήλωνε <<κοσμοπολίτης>>.

Είχε έναν ιδιαίτερα περίεργο χαρακτήρα, συνήθιζε να γαυγίζει σε περαστικούς και για αυτό ίσως και να του δόθηκε το παρατσούκλι ‘’Σκύλος’’. Ίσως αυτό το προσωνύμιο να οφειλόταν και στη στερημένη ζωή που ζούσε. Ο Διογένης έτρεφε θαυμασμό για τους σκύλους, διότι θεωρούσε πως αρκούνται στα απολύτως αναγκαία και δεν επιζητούν υλικά αγαθά.

Ο Διογένης όμως υπήρξε και θρασύς απέναντι στους άλλους. Χρησιμοποιούσε αμέσως ειρωνεία και αντίλογο και κατόρθωνε να ξεγυμνώνει τα σαθρά επιχειρήματα των αντιπάλων, που ήθελαν να τόν γελοιοποιήσουν. Ήταν ετοιμόλογος και δε χαριζόταν σε κανέναν. Συμμετείχε σε σεξουαλικές πράξεις δημόσια και <<έκανε την ανάγκη του>> μπροστά στον κόσμο. Όταν τόν ρώτησαν τι θέλει να κάνουν το σώμα του όταν πεθάνει, εκείνος αποκρίθηκε ότι ήθελε να τόν φάνε τα άγρια θηρία και αρκούσε μόνο να έχει ένα ξύλο, για να τά διώχνει. Όταν τόν ρώτησαν πώς θα καταλαβαίνει την επίθεση των σκυλιών, αφού θα είναι νεκρός, εκείνος αποκρίθηκε «γιατί τότε να τόν νοιάζει το σώμα του, αφού θα είναι νεκρός;».

Όταν μία μέρα τόν είδαν να κυκλοφορεί στους δρόμους της Αθήνας με ένα φανάρι, τόν ρώτησαν γιατί τό κρατάει. Εκείνος απάντησε αμέσως πως τό κρατάει, για να διακρίνει έναν έντιμο Αθηναίο -ούτε με το φως του φαναριού δεν μπορούσε όμως να βρει !

Κάποτε ένας Αθηναίος τόν ρώτησε τι έπρεπε να κάνει, για να δοξαστεί. Εκείνος του απάντησε πως αυτό θα τό πετύχαινε με το να περιφρονούσε τα πλούτη. Εννοούσε πως θα γινόταν διάσημος, επειδή θα ήταν ένας από τους λίγους που θα περιφρονούσαν τα πλούτη, όταν άλλοι καταφεύγουν σε κάθε δόλιο μέσο, για να τα αποκτήσουν!

Ο Διογένης σε ένα ταξίδι του στην Κόρινθο συνελήφθη και κρατήθηκε όμηρος. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Αίγινα, το πλοίο τους δέχθηκε επίθεση από πειρατές. Όταν όμως ο πλούσιος κάτοικος, στον οποίο έγινε σκλάβος, θαύμασε το πνεύμα του, τόν άφησε ελεύθερο. Ένας πλούσιος Κορίνθιος, ο Ξενιάδης, εντυπωσιάστηκε από την ευστροφία του και τόν έκανε δάσκαλο των παιδιών του. Έκτοτε, έγινε κάτοικος της Κορίνθου. Δεν άλλαξε σε τίποτα τον τρόπο ζωής του; κοιμόταν στο πιθάρι, έτρωγε μόνο ένα ξεροκόμματο και χλεύαζε τους πλούσιους. 

Όταν μία μέρα ένας πλούσιος Κορίνθιος τον προσκάλεσε σε γεύμα, τού ζήτησε να μην επαναλάβει την άσχημη συνήθεια, που είχε να… φτύνει. Εκείνος υποσχέθηκε να μη φτύσει στο πάτωμα όπως έπραττε συνήθως. Όμως έφτυσε στα μούτρα του οικοδεσπότη και δικαιολογήθηκε λέγοντας πως έδωσε λόγο να μη φτύσει μόνο στο πάτωμα !

Ο Διογένης με αυτή τη συμβολική πράξη, ήθελε να δείξει πως περιφρονεί τους πλούσιους και εκείνους που έχουν εξουσία. Τούς θεωρούσε όλους ψεύτες και υποκριτές. Έβλεπε τους Κορίνθιους που προσπαθούσαν να αμυνθούν εναντίον του Φιλίππου και η μόνη του αντίδραση ήταν… να γυρίζει πέρα δώθε το πιθάρι του !

Ο Διογένης, ο περίφημος Κύων της Αθήνας, άφησε πίσω του τον μαθητή του Κράτη, ο οποίος διέδωσε τη φιλοσοφία του. Ακόμα και σήμερα, ο ανατρεπτικός τρόπος σκέψης του έχει πολλούς οπαδούς. Αν εξαιρέσει κανείς την υπερβολή του, η λιτότητα του Διογένη είναι πραγματική αρετή.

Διαβάστε Επίσης

Τώρα, δεν υπάρχει σιτάρι. Υπάρχει κριθάρι (JORGE BUCAY)

Lectures Bureau Κάποιος πρέπει να υπήρξε ο πρώτος,