Μπουλέντ Αρίντς: Ο πρώην αναπληρωτής πρωθυπουργός της Τουρκίας είναι Ελληνικής καταγωγής

- in ΕΡΕΥΝΑ - ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Ελληνικής καταγωγής ο Μπουλέντ Αρίντς του Ερντογάν – Είναι Κρητικός και μιλά άπταιστα ελληνικά

Ελληνικής καταγωγής είναι ο Μπουλέντ Αρίντς (Bülent Arınç), πρώην αναπληρωτής πρωθυπουργός της Τουρκίας, υψηλό στέλεχος του ισλαμιστικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και ένας από τους τέσσερις ιδρυτές του κόμματος, που παραιτήθηκε στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου από την προεδρική Ανώτατη Συμβουλευτική Επιτροπή, δηλαδή από σύμβουλος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο Μπουλέντ Αρίντς είναι στην καταγωγή Έλληνας μουσουλμάνος της Κρήτης, «Τουρκοκρητικός», όπως τούς λέει ο λαός.

Επί οθωμανικής κατοχής «Τούρκος» σήμαινε θρήσκευμα, «μωαμεθανός», και όχι εθνική καταγωγή.

Η οικογένεια του Μπουλέντ Αρίντς έφτασαν πρόσφυγες στην Τουρκία από την Κρήτη επί σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ και απόδειξη ότι η οικογένειά του δεν μιλούσε τουρκικά, αλλά μόνο ελληνικά, όπως κανένας «Τουρκοκρητικός» δεν μιλούσε τουρκικά, είναι ότι και ο Αρίντς, γεννημένος στην Τουρκία το 1948, μιλά άπταιστα ελληνικά και συγκεκριμένα την κρητική διάλεκτο.

Τα ελληνικά δηλαδή είναι η μητρική του γλώσσα.

Ωστόσο, η ελληνική του καταγωγή δεν φαίνεται να «επιβιώνει» πουθενά «μέσα» του.

Υπήρξε υπέρμαχος της μετατροπής της Αγίας Σοφίας, σε τζαμί.

Ο Μπουλέντ Αρίντς λέγεται ότι είναι εκείνος που έθεσε στον Τούρκο πρόεδρο το θέμα της παραίτησης του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, του γαμπρού του Ερντογάν, από υπουργό.

Λίγο καιρό μετά, ήρθε και η δική του η σειρά να παραιτηθεί.

Δείτε τον να μιλά ελληνικά εναλλάξ με τουρκικά:

Οι «Τουρκοκρητικοί» ή μουσουλμάνοι της Κρήτης, ήταν μια πληθυσμιακή ομάδα της Μεγαλονήσου από την εποχή της κατάκτησης του νησιού από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1669, μέχρι την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923.

Στην Κρήτη δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ μαζικά Οθωμανοί από την Ανατολία, πλην των μόνιμων στρατευμάτων για την επάνδρωση και φύλαξη των φρουρίων, που έστελνε η Υψηλή Πύλη. Οι μουσουλμάνοι της Κρήτης ήταν κρητικής καταγωγής και ομιλητές της κρητικής διαλέκτου.

Ελάχιστοι εξ αυτών μιλούσαν και έγραφαν την τουρκική γλώσσα, την οποία διδάσκονταν ως δεύτερη.

Θεωρούμενοι δε ως «διαρκώς τελούντες υπό τα όπλα», ουδέποτε κλήθηκαν να υπηρετήσουν στον τακτικό οθωμανικό στρατό, παρά κατατάσσονταν στα κατά τόπους γενιτσαρικά τάγματα (ορτάδες) και καλούνταν γενίτσαροι από τους χριστιανούς Κρητικούς.

Οι «Τουρκοκρητικοί» αποτελούσαν, σε διάφορες περιόδους, περίπου το 1/8 έως 1/2 του πληθυσμού της Κρήτης.

Η φυλετική ταυτότητα των «Τουρκοκρητών» είναι αμφιλεγόμενη μέχρι τις μέρες μας, καθώς κατατάσσονται άλλοτε ως ελληνόφωνοι Τούρκοι και άλλοτε ως εξισλαμισμένοι Έλληνες.

Οι «Τουρκοκρήτες» πλέον ζουν στη Μέση Ανατολή και κυριότερα στα δυτικά παράλια της Τουρκίας, στο Λεβάντε, την Αίγυπτο και τη Λιβύη.

Μεγάλο μέρος τους διατηρεί μέχρι σήμερα την ελληνική γλώσσα και σε κάποιο βαθμό τα κρητικά ήθη και έθιμα όπως τις μαντινάδες.

Ο πληθυσμός τους σήμερα εκτιμάται πως ξεπερνάει τα 450.000 άτομα.

Οι Τουρκοκρήτες ήταν είτε χριστιανοί Κρητικοί ,που εξισλαμίσθηκαν μαζικά σε διάφορες περιόδους, προκειμένου να αποφύγουν τον κεφαλικό φόρο των απίστων (jizya), είτε μεγάλοι και μικροί γαιοκτήμονες οι οποίοι εξισλαμίσθηκαν οικειοθελώς μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κρήτης, ώστε να μπορέσουν να διατηρήσουν στο ακέραιο τις περιουσίες και τα αξιώματά τους.

Κατά κανόνα δεν μιλούσαν την τουρκική και δεν τηρούσαν τους τύπους της μουσουλμανικής πίστης, καθώς έπιναν κρασί ή έτρωγαν χοιρινό κρέας κλπ.

Χαρακτηριστικό είναι ότι αρκετοί εξισλαμίσθηκαν οικειοθελώς, σε περιπτώσεις διενέξεων, ενδοοικογενειακών ή μη (βεντέτας), ώστε, π.χ. να αρπάξουν την περιουσία του αδελφού τους ή να ξεκληρίσουν -ατιμωρητί, φυσικά- την οικογένεια, με την οποία είχαν διαφορές.

Το σώμα των γενίτσαρων και οι μπεκτασίδες συνέβαλαν στην ανάπτυξη του Ισλάμ, στην Κρήτη.

Οι μπεκτασίδες αντιμετώπιζαν με επιείκεια τους νεοφώτιστους μουσουλμάνους, έτσι ώστε να διατηρούν κάποιες από τις θρησκευτικές τους αντιλήψεις.

Στους μπεκτασίδες ανήκαν οι περισσότεροι από τους 17 τεκέδες (μουσουλμανικά μοναστήρια), που ιδρύθηκαν στην Κρήτη μεταξύ των ετών 1645-1669.

Μαζικοί εξισλαμισμοί δεν έγιναν στην Κρήτη μεταξύ των ετών 1669-1770. Η οθωμανική αυτοκρατορία είχε απαγορεύσει να γίνονται βίαιοι εξισλαμισμοί.

Σ’ αυτό, συνετέλεσε και η ανάγκη είσπραξης φόρων.

Οι περισσότεροι εξισλαμισμοί αυτής της περιόδου οφείλονταν, στην επιδίωξη της κοινωνικής βελτίωσης από την πλευρά των χριστιανών και στην επιθυμία προστασίας από τον μουσουλμανικό νόμο.

Διαβάστε Επίσης

Δεν ζούμε στην πραγματικότητα όπως είναι, αλλά…

Δεν ζούμε στην πραγματικότητα όπως είναι, αλλά στην