«Ἐπαινῶ γλῶτταν εὔφημον φέρειν, σιγᾶν ὅπου δεῖ καί λέγειν τά καίρια»[1] (Αισχύλος)

- in EDITORIAL, ΕΚΘΕΣΗ

ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ            

«Ἤ λέγε τι σιγῆς κρεῖτον ἤ σιγήν ἔχε»

Πρόλογος: Με την αποφθεγματική αυτή ρήση ο αρχαίος τραγικός επαινεί αυτούς που λένε εύφημους λόγους, σιωπούν όταν πρέπει και μιλάνε, όταν πρέπει και όπως πρέπει. Είναι απαραίτητο όμως, για την παραπέρα ανάπτυξη του θέματος, να διευκρινίσουμε τη σημασία του όρου «εύφημος». Με τη λέξη αυτή υπονοείται ο εκφραζόμενος μ’ εύσημες κι ευοίωνες λέξεις λόγος, αυτός που ο λαός μας τόν αποκαλεί χαρακτηριστικά καλό λόγο.

1. Ο εύφημος λόγος: Σε ποιες περιπτώσεις όμως ο λόγος είναι καλός; Η γλώσσα, κατά τον Δημόκριτο, είναι «ψυχής άγγελος». Ο έναρθρος λό­γος είναι ο καθρέφτης της ψυχής και του πνεύματος, γιατί μ’ αυτόν ο άνθρωπος εξωτερικεύει και τον εσωτερικό του κόσμο. Ο λόγος αυτός, όταν χρησιμοποιεί ται για καλό, κατευθυνόμενος από τη λογική, εύλογα μπορεί να θεωρηθεί «εύφημος». Παρακάτω επισημαίνουμε τις κυριότερες περι­πτώσεις καλού λόγου.

α) Ο επαινετικός: Με το λόγο αυτό απονέμεται ηθική βράβευση σ’ αυτόν που εκτελεί μ’ ευσυνειδησία το έργο του ή σ’ αυ τόν που πραγματο­ποίησε κάτι αξιόλογο στη ζωή του. Ο επαινούμενος συναισθάνεται μια βαθύτατη ψυχική ικανοποίηση και γεννιέται μέσα στην ψυχή του ο ζήλος, να εντείνει και τις σωματικές και τις πνευματικές του δυνάμεις, για να επιτελέ σει αξιολογότερα έργα, ώστε ν’ ανταποκριθεί στις προσδοκίες των συν­ανθρώπων του. Ιδιαίτερα επιβάλλεται ν’ απονέμε ται έπαινος στους αθλητές της αρετής, γιατί, όπως είπε αρχαίος σοφός, «μισθός γάρ αρετής έπαινος».

β) Ο παραινετικός: Μ’ αυτόν προσπαθούμε να συμβουλεύσουμε τους νέους κι απειρότερους για τα όσα πρέπει να κάνουν ή ν’ αποφύγουν στη ζωή, να κατευθύνουμε το βήμα τους σε στόχους επιτυχίας ή να νουθετή­σουμε και να ξαναφέρουμε στο σωστό δρόμο συνάνθρωπο μας, που ξέφυγε από την ευθεία. Ο παραινετικός λόγος δικαιώνει απόλυτα τη ρήση των προγόνων μας: «Ὁμιλία πάντων βροτοῖσι γίγνεται διδάσκαλος».

γ) Ο παρηγορητικός: Επειδή η ζωή είναι μια πολεμική επιχείρηση, είναι φυσικό ο άνθρωπος να δοκιμάσει συχνά την πίκρα της ήττας, της απο­τυχίας, της συμφοράς. Στις δύσκολες αυτές στιγμές ο παρηγορητικός λό­γος είναι αυτός που θα σταλάξει βάλσαμο στην ψυχή, θ’ αναζωπυρώσει το ηθικό, θα φτερώσει ελπίδες και θ’ αναγεννήσει σωματικά και ψυχικά τον άνθρωπο.

Οι αρχαίοι τόσο μεγάλη σημασία έδιναν στον καλό λόγο, ώστε έθε­σαν σαν κανόνα ζωής το «ἐν παντί τόπῳ καί χρόνῳ εὐφημεῖν». Σαν υπό­δειγμα μάλι στα έφερναν το βασιλιά της Πύλου, τον Νέστορα, από τη γλώσ­σα του οποίου έρρεε λόγος γλυκύτερος από μέλι, όπως λέει ο Όμηρος[2].

2. Ο κακός λόγος: Ο άνθρωπος όμως, όπως συχνά δεν κάνει το καλό, ούτε και τό λέει. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε όχι για εύφημο αλλά για κακό λό γο. Οι συνέπειές του είναι πολύ συχνά τόσο οδυνηρές, ώστε να δικαιώνεται απόλυτα ο αρχαίος λόγος : «Γλῶσσα μέν ἀνόστεος, ὀστέα δέ θραύει»[3]. Μπορούμε να επισημάνουμε πολλές περιπτώσεις κακού λόγου :

α) Συκοφαντία: Είναι η ειδεχθέστερη[4] μορφή κακού λόγου. Την κα­κοποιό δύναμή της υποδηλώνει το ακόλουθο περιστατικό: Κάποτε ρώ­τησαν τον Παυσανία, αν είναι κοφτερό το ξίφος του, κι αυτός αποκρίθηκε: «Ὀξύτερον διαβολῆς». Πράγματι οι πληγές της συκοφαντίας επουλώνονται δυσκολό τερα από τις πληγές του ξίφους. Γιατί τα ψυχικά τραύματα δύσκολα ή καθόλου δεν εξαλείφονται. «Και αν θεραπεύσει το έλκος ο δεδηγμένος, η ουλή μένει της διαβολής». Βέβαια σε πολλές περιπτώσεις η συκοφαντία καταρρίπτεται και ο συκοφαντημένος, αν μάλιστα είναι πέρα – για πέρα αθώος, αποκαθίσταται στη συνείδηση των συνανθρώπων του. Γιατί, όπως λέει κι ο Ουγκώ, «από έναν κύκνο δεν μπορεί να πέσουν παρά λευκά φτερά».

β) Κολακεία: Όσων όμως αγαθών αποτελεσμάτων αιτία είναι ο έπαινος, όταν είναι δίκαιος, τόσων κακών γίνεται αιτία, όταν είναι ψεύτικος κι εκτρέ πεται σε κολακεία. Ένας τέτοιος έπαινος κάνει αθύρματα[5] στα χέρια των κολάκων πολλούς αξιόλογους ανθρώπους. Οι ψεύτικοι έπαινοι σκοτίζουν και τυ­φλώνουν το λογικό. Δημιουργούν ψευδαισθήσεις στους επαινούμενους, οι οποίες τούς παρασύρουν σ’ ενέργειες άλλοτε κωμικές και άλλοτε τραγικές. Χρειάζεται μεγάλη ψυχική αντοχή ο άνθρωπος, για ν’ αντέξει στο «άπιστο θυμίαμα της κολακείας», όπως τό λέει ο Κάλβος. Αλλ’ επειδή η ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου παρουσιάζουν στιγμές αδυναμίας, μπορούν οι κόλακες με ψεύτικους επαίνους κι επίπλαστους περιποιητικούς λόγους να παγιδεύουν το συνάνθρωπό τους και να τόν κάνουν θύμα τους. Γι’ αυτό οι αρχαίοι έλεγαν: «Κρεῖττον εἰς κόρακας ἤ εἰς κόλακας ἐμπεσεῖν· οἱ μέν γάρ ἀποθανόντος διαφθεῖρουσι τό σῶμα, oἱ δέ τήν ψνχήν λυμαίνονται».

γ) Η κομπορρημοσύνη: Είναι ο λόγος των αλαζονικών, των ματαιό­δοξων ανθρώπων, που μ’ αυτόν εξυψώνουν κι εξυμνούν τον εαυτό τους και τα έργα τους. Αυτό όχι μόνο είναι δυσάρεστο κι ενοχλητικό για τους άλλους, αλλ’ επιζήμιο και για τους αυτοεγκωμιαζόμενους. Ο κόσμος τούς αποφεύγει κι έτσι βαθμιαία πέφτουν σε κοινωνική απομόνωση.

δ) Η υβρεολόγια και η χυδαιολογία: Πρόκειται για εκδήλωση μι­κρών κι ευτελούς αξίας ατόμων. Αυτοί, μη έχοντας σθένος, χρησιμοποιούν κάθε λογής βρισιές, για να καλύψουν την αδυναμία τους, όπως ακριβώς τα πλοία που τρέπονται σε φυγή και καλύπτονται με προπέ­τασμα καπνού. Άλλοι πάλι, μη έχοντας καμιά πνευματικότητα και ψυχική καλλιέργεια, ρέπουν προς τη χυδαιολογία. Αυτοί μοιάζουν με τα σκουλήκια, που μόνο στην κοπριά βρί σκουν το φυσικό τους χώρο.

ε) Το ψέμα χαρακτηρίζει ανθρώπους με δουλικό φρόνημα, με «μι­κράν ψυχήν κατάπτυστον»[6], ανθρώπους δειλούς και στερημένους από κάθε ψυχι κή δύναμη και αξιοπρέπεια. Για τους αρχαίους μάλιστα η αλήθεια ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα ελευθέρων ανθρώπων, ενώ το ψέμα ήταν χαρακτη ριστικό γνώρισμα ανθρώπων με δουλικό φρόνημα, όπως φαίνεται από τη βαρυσήμαντη φράση: «Ψεύδεσθαι ἀνελεύθερον, ἀλήθεια γενναῖον»[7]. Το ψέμα κατεβάζει σ’ επίπεδο μικρότητας τον άνθρωπο και τον υποδουλώ­νει στο φόβο, ενώ η αλήθεια τον ελευθερώνει εσωτερικά, σύμφωνα με το λόγο του Πλάτωνα: «Ψεύδεσθαι δουλοπρεπές, ἐλευθεροποιός ἡ ἀλήθεια». Με τα παραπάνω συμφωνεί και η νεώτερη ελληνική αντίληψη, όπως εκφράζεται σε μια παροιμιακή έκφραση του Βιτζέντζου Κορνάρου: «Ὅποιος τά ψέματα λαλεῖ, δίχως ἀντριά λογᾶται». Το ίδιο δέχεται και η ηθική του Χριστιανι σμού διδασκαλία: Όταν η αλήθεια βιώνεται και υπηρετείται πιστά, αποτελεί την πιο μεγάλη λυτρωτική δύναμη. «Καί γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν, καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Παύλος: 1η επιστ. προς Τιμόθεο).

3. Το σιγᾶν ὅπου δεῖ: Αν ο λόγος είναι άργυρος, η σιωπή είναι χρυ­σός, έλεγαν οι παλαιοί. Πολλές φορές οι άνθρωποι μετανοούν για τα λόγια τους, αλ λά ποτέ για τη σιωπή τους. Ένας επιφανής Άγγλος πολιτικός συν­ήθιζε να λέει: «Στη διάρκεια μιας μακριάς ζωής, έμαθα να καταπίνω πολλές φορές τα λόγια μου και βρήκα ότι αυτό αποτελεί μια πολύ καλή θρεπτική δίαιτα».

Είναι όμως αναγκαίο να εξετάσουμε σε ποιες περιπτώσεις ο άνθρωπος δεν πρέπει να μιλάει:

α) Η άγνοια: Πρώτα – πρώτα αυτό επιβάλλεται, όταν ο άνθρωπος δεν κατέχει ένα ζήτημα. Αν μιλήσει θα κάνει ασφαλώς εμφανέστερη την αμά­θειά του. Κι όμως πάρα πολλοί, κυρίως οι ημιμαθείς, είναι πρόθυμοι με πρωτοφανή αυταρέσκεια να μιλάνε «derecommunes cibile et quibus damaliis» (= περί παντός κοινώς γνωστού και τίνων άλλων ακόμη), λέγοντας απροσδιόνυσα[8] κι ανεπίτρεπτα πράγματα. Η γελοιοποίηση είναι η τελική κατάληξή τους.

β) Η διδαχή: Η σιωπή επίσης επιβάλλεται, όταν πρόκειται ν’ ακού­σουμε μεγαλύτερους ή σοφότερους, από τους οποίους μπορούμε πολλά να διδαχθού με. Στην αρχαία Σπάρτη ήταν ανεπίτρεπτο στους νέους να μιλάνε μπροστά στους μεγάλους.

γ) Το απόρρητο: «Μή πάντα πρός πάντα ῥητά», έλεγαν οι αρχαίοι. Πράγματι υπάρχει μια επαγγελματική, αλλά και κοινωνική δεοντολογία που μάς εμποδίζει ν’ αποκαλύπτουμε ό,τι μάς εμπιστεύτηκαν οι άλλοι. Αυτό κατά κύριο λόγο επιβάλλεται στους ιερείς, στους νομικούς και στους για­τρούς. Αυ τοί ασκούν ένα υψηλό κοινωνικό λειτούργημα και είναι σοβαρό παράπτωμα το ν’ αποκαλύπτουν όσα οι άλλοι τούς έχουν εμπιστευθεί. Ει­δικά για τους γιατρούς, οι αρχαίοι πίστευαν ότι η φλυαρία τους είναι μια αρρώστια που προστίθεται πάνω στην αρρώστια του ασθενή. (Ἰατρός ἀδόλεσχος ἐπί νόσῳ νόσος). Αποτελεί δείγμα υψηλής κοινωνικής αγωγής η τήρηση ενός μυστικού και γι’ αυτό επιβάλλεται η πλήρης συμμόρφωση σ’ αυτό που παράγγελ ναν οι αρχαίοι: «Λόγων ἀπορρήτων ἐκφοράν μή ποιοῦ».

δ) Η προδοσία: Αν η αποκάλυψη ιδιωτικού μυστικού συνιστά σο­βαρό παράπτωμα, ασφαλώς η αποκάλυψη κρατικών μυστικών συνιστά έγ­κλημα, που τιμωρείται με την εσχάτη των ποινών. Αλλά και αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να συνοδεύει αιώνια καταισχύνη εκείνους που ο λόγος τους υπήρξε Πάρθιο βέλος στα νώτα της μαχόμενης πατρίδας. Τ’ όνομα ενός Εφιάλτη κι ενός Πήλιου Γούση είναι συνώνυμα της πιο ειδεχθούς εγκληματικής ενέργειας.

ε) Ο στοχασμός : «Tacere est magnares»[9], λέει ο Λατίνος ποιητής Μαρτιάλης[10]. Αυτό συχνά επιβάλλεται στους ανθρώπους του πνεύματος, για να μπορούν να στοχάζονται. Με τη μόνωση και τη σιγή ο στοχαστής αποσφραγίζει τα μυστικά της ζωής. Κι όπως ακριβώς ο Θεός μιλάει με τη σιωπή του στις ψυχές των πιστών, έτσι και μερικοί μύστες συλλαμβάνουν με το λογισμό το άρρητο ρήμα της δημιουργίας.

4. Το λέγειν τά καίρια: Αν όμως ο άνθρωπος πρέπει να μιλήσει, πώς πρέπει να μιλήσει; Ο αρχαίος τραγικός αποφαίνεται: «Λέγειν τά καίρια». Ο άν θρωπος δεν πρέπει να είναι α+καιρολόγος, α+μετροεπής, φλύαρος. Είναι ανάγκη να γνωρίζει, αν πρέπει να μιλήσει, πότε να μιλήσει και πώς να μι­λήσει, ακολουθώντας τη θαυμάσια αρχή του Ισοκράτη: «Δύο καιρούς ποιοῦ τοῦ λέγειν, περί ὧν οἶσθα καί περί ὧν ἀναγκαῖον ἐστι λέγειν»[11]. Ο λόγος πρέπει ν’ ακούγεται στην κατάλληλη στιγμή, να είναι σαφής και ακριβής και να διακρίνεται από την αίσθηση του περιττού. Ο Πυθαγόρας καθό­ριζε σαν αρχή της ζωής το «μή ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ’ ἐν ὀλίγοις πολ­λά». Ο τρόπος έκφρασης αυτός υπήρξε το ιδανικό των αρχαίων Σπαρτια­τών. Η αγωγή των νέων στη Σπάρτη αποσκοπούσε στη διατύπωση πυκνών νοημάτων με όσο το δυνατό λιγότερες λέξεις. Γι’ αυτό ο λακωνικός τρόπος έκφρα σης θεωρούνταν πυρήνας της φιλοσοφίας, όπως μαρτυρεί το περιλάλητο απόφθεγμα: «Τό λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῖν».

Επίλογος: Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι κοινωνική αγωγή και ευπρέπεια επιβάλλουν σαν αναγκαίο κανόνα ζωής το «λάλει ἅ δεῖ, ὅτε δεῖ, ὑπερ ὧν δεῖ»[12]. Είναι όμως απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι η αξία του λόγου δεν είναι ανάλογη με το μέγεθός του. Όσο γι’ αυτό, ας θυμηθούμε την περί πτωση του Πασκάλ, ο οποίος σε μια μακροσκελή προς έναν φίλο του επιστολή τού ζητούσε συγγνώμη, γιατί δεν είχε χρόνο να τού γράψει… λιγότερα.

«Τον άνθρωπο πρέπει να τον υπολογίζεις όχι από τον τρόπο που μι­λάει, αλλ’ από τον τρόπο που σιωπά»

1. «Λόγος ἄνευ λόγου, κενός ἐστι».

2. «Πληγή ξίφους κουφότερα (=ελαφρότερη) γλώσσης· τό μέν γάρ τό σῶμα, ἡ δέ τήν ψυχήν τιτρώσκει (= τραυματίζει)».

3. «Ζεύς μεγάλους κόμπους γλώττης ὑπερεχθαίρει» (Σοφοκλής).

4. «Λαλήσας πολλάκις μετενόησα, σιωπήσας οὐδέποτε».

5. «Οἱ κράτιστοι τῶν ἀνθρώπων βραχυλογώτατοι» (Επίκτητος).

6. «Πολυλογία πολλά σφάλματα ἔχει, τό δέ σιγᾶν ἀσφαλές».

7. «Ἀπιστοῦνται δ’ oἱ λάλοι, κἄν ἀληθεύωσιν» (Πλούταρχος).

6. «Η συντομία είναι αξιέπαινο συστατικό της ευγλωττίας» (Κικέρωνας).

7. «Γλῶτταν εὔφημον κεκτῆσθαι» (= ο άνθρωπος οφείλει να διαθέτει γλώσσα, που αποστρέφεται τους κακούς λόγους).

8. «Ἀεί τήν γλῶτταν μή προτρέχειν τοῦ νοῦ» (Χίλωνας).

9. «Σφράγιζε τούς μέν λόγους σιγῇ, τήν δέ σιγήν καιρῷ» (Σόλωνας).

10. «Οὗ μή ἐστι καιρός, μή μακράν βούλου λέγειν» (Σοφοκλής).

11. «Τό δέον ἐν τῷ δέοντι καί λέγειν καί σιγᾶν καί ποιεῖν καί ἐᾶν» (Γοργίας).

12. «Γλῶσσαν μίαν ἡ φύσις τοῖς ἀνθρώποις δέδωκε, δύο δέ ὦτα, ἵνα διπλασίονα, ὧν λέγομεν, παρ’ ἐτέρων ἀκούομεν»[13] (Δημόκριτος).

13. «Γλῶσσα πολλῶν ἐστι αἰτία κακῶν».

14. «Ἡγοῦ τῶν ἀκουσμάτων πολλά πολλῶν εἶναι χρημάτων κρείττω» ( Ισοκράτης).

15. «Κατανάλισκε τήν ἐν τῷ βίῳ σχολήν εἰς τήν τῶν λόγων φιληκοΐαν. Οὕτω γάρ τά τοῖς ἄλλοις χαλεπῶς εὑρημένα συμβήσεταί σοι ῥαδίως μανθάνειν»[14] ( Ισοκράτης).

16. «Λέγε εἰδώς»[15].

17. «Λοιδορούμενός ποτε Ἀρίστιππος ὁ Κυρηναῖος ἀνεχώρει· τοῦ δέ ἐπιδιώκοντος εἰπόντος «τί φεύγεις;», ὅτι, φησί,τοῦ μέν κακῶς λέγειν σύ τήν ἐξουσίαν ἔχεις, τοῦ δέ μή ἀκούειν ἐγώ» [16].

18. «Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος».

19. «Ὅστις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, τέλειός ἐστιν».

20. «Εἰ βούλει καλῶς ἀκούειν, μάθε καλῶς λέγειν. Μαθών δέ καλῶς λέγειν, πειρῶ καλῶς πράττειν καί οὕτω καρπώσει τό καλῶς ἀκούειν»[17].

21. «Ἀνδρός χαρακτήρ ἐκ λόγου γνωρίζεται»[18] (Μένανδρος).


[1] Στη γλώσσα προσοχή· να μη μιλάτε παρά, όταν πρέπει και όπως ο καιρός το θέλει» (Μετάφρ. Ιω. Γρυπάρη).

[2] «Τοῦ καί ἀπό γλώττης γλυκίων μέλιτος ρέεν αὐδή».

[3] «Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει».

[4] Ως χαρακτηρισμός ενέργειας που μάς προκαλεί ένα ιδιαίτερα έντονο συναίσθημα αποστροφής, απέχθειας: ~ πράξη, ειδεχθές ιδιαζόντως έγκλη μα. || (για πρόσ.): ~ δολοφόνος.

[5] Για πρόσωπο που είναι υποχείριο όργανο κάποιου άλλου: Είναι ~ στα χέρια της γυναίκας του, τόν μεταχειρίζεται ή τού συμπεριφέρεται, όπως θέ λει. ~ της τύχης. [λόγ. < αρχ. ἄθυρμα `παιδικό παιχνίδι΄ σημδ. γαλλ. jouet].

[6] Κάλβος : Εις δόξαν.

[7] Απολλώνιος.

[8] 1. Ο άσχετος με το θεό Διόνυσο ή με τις γιορτές προς τιμή του 2. (μτφ.) Ο άσχετος, ο ανάρμοστος αντίθετα: σχετικός, κατάλληλος.

[9] Μεγάλο πράγμα η σιωπή.

[10] Μαρτιάλης (40 -104 μ.Χ.): Λατίνος ποιητής. Γεννήθηκε στην Ισπανία κι έζησε στη Ρώμη. Καλλιέργησε ένα ιδιαίτερο φιλολογικό είδος το «επί γραμμα». Την ποίησή του διακρίνει ποιητική δύναμη, παρατηρητικότητα και δεικτικότητα μέχρι χυδαΐσμού.

[11] Σε δυο περιπτώσεις πρέπει να μιλάς : Για τα όσα γνωρίζεις και για τα όσα είναι επιτακτική ανάγκη να μιλήσεις,

[12] Nα λες όσα πρέπει, όταν πρέπει, για όσα πρέπει.

[13]  ΑΝΑΛΥΣΗ: Είναι αντίληψη πολλών ότι μια σκοπιμότητα διέπει τη λογική συγκρότηση του κόσμου. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι η φράση αυτή αποτελεί απλά μια έξυπνη παραδοξολογία. Είναι μια μεστή σε ουσία αλήθεια. Η φύση προίκισε τον άνθρωπο με μια γλώσσα και με δύο αυτιά, για ν’ ακούει τα διπλάσια απ’ όσα λέει. Όταν λέμε περισσότερα απ’ όσα ακούμε, τότε και από πνευματική και από κοινωνική άποψη μηδενιζόμαστε. «Μάθετε ν’ ακούτε και να είσαστε βέβαιοι ότι η σιωπή προκαλεί συχνά το ίδιο αποτέλεσμα μ’ αυτό που παράγει η επιστήμη» Ναπολέων.

[14] Οφείλει να διαθέτει ο άνθρωπος τις ελεύθερες ώρες του στο ν’ αρέσκεται σ’ α­κροάσεις λόγων. Γιατί έτσι θα μάθει ευκολότερα τα όσα από τους άλλους βρέθηκαν με δυσκολία.

[15] Ο άνθρωπος οφείλει να μιλάει μόνο, όταν γνωρίζει ή για όσα γνωρίζει. Αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να γίνει καταγέλαστος, αποκαλύπτοντας την αμάθεια του ή να προκαλέσει σύγχυση σ’ αυτούς που τόν ακούνε.

[16] Κάποτε που ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος αντιμετώπιζε τις λοιδορίες ( = βρισιές, κακολογίες) κάποιου, υποχώρησε στην οργή του κι έφευγε. Όταν ο άλλος τόν ακολούθησε και τού έλεγε, γιατί φεύγει, ο Αρίστιππος τού αποκρίθηκε: «Γιατί εσύ έχεις την άδεια να κακολογείς, εγώ όμως έχω την εξουσί α να μην σέ ακούω».

[17] Αν θέλεις να επαινείσαι, μάθε να μιλάς καλά. Αφού μάθεις να μιλάς καλά, μάθε να ενεργείς σωστά, οπότε θα καρπωθείς τον έπαινο.

[18] Τούτο είναι αληθινό, αν λάβουμε υπόψη μας τι μέταλλο ηθικής αποκαλύπτει ο παρηγορητικός, ο παραινετικός και ο διδακτικός λόγος και τι αντί θετα ο κολακευτικός, ο συκοφαντικός και ο υβριστικός. Ο λόγος ακόμη αποκαλύπτει την πνευματική βαρύτητα, τη μόρφωση, αλλά και τη σύνεση του ανθρώπου. Κι αυτό, γιατί ο συνετός σκέπτεται προτού μιλήσει, ενώ ο ανόητος μιλάει χωρίς να σκέπτεται ή λέει ό,τι σκέπτεται. Τέλος, ο λόγος αποκα λύπτει και την ποιότητα του φρονήματος. Φανερώνει ποιος είναι άνθρωπος του μεγάλου ΝΑΙ και του μεγάλου ΟΧΙ.

Διαβάστε Επίσης

Τώρα, δεν υπάρχει σιτάρι. Υπάρχει κριθάρι (JORGE BUCAY)

Lectures Bureau Κάποιος πρέπει να υπήρξε ο πρώτος,